- σινάφι
- το-ιού, και σνάφι, το (λ. τουρκ.)1. συντεχνία.2. κοινωνική τάξη: Της είπε να παντρευτεί έναν από το σινάφι τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σινάφι — και συνάφι, το 1. σωματείο, συντεχνία 2. κοινωνική τάξη, κοινωνική ομάδα («αυτός δεν είναι τού σιναφιού μας») 3. παρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσνάφι < τουρκ. esnaf (βλ. λ. εσνάφι), ενώ ο τ. συνάφι με παρετυμολ. επίδραση τού συναφής] … Dictionary of Greek
εσνάφι ή σινάφι — (esnaf). Ονομασία επαγγελματικών ενώσεων στα φεουδαρχικά μουσουλμανικά κράτη της Ανατολής. Η λέξη ε. είναι τουρκική και σημαίνει τον χειροτέχνη και τη συντεχνία. Το ε., που είχε πολλές ομοιότητες με τις δυτικοευρωπαϊκές συντεχνίες, εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
εσνάφι — το 1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών 2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι… … Dictionary of Greek
ρουφέτιο — το, Ν (επί τουρκοκρατίας) οργανωμένη συντεχνία, σινάφι … Dictionary of Greek
συνάφι — το, Ν βλ. σινάφι … Dictionary of Greek